-
1 ἀνακύπτω
A , Pl.Euthd. 302a;- ψω Luc. DMar.3.1
: [tense] aor.ἀνέκυψα Hdt.5.91
, etc.: [tense] pf. , X. Eq.7.10:—lift up the head, Thphr.Char.11.3; ἀνακεκυφώς with the head high, of a horse, X. l. c.; κἀγκύψας (for καὶ ἀνακύψας) ἔχε and keep your head up, Ar.Th. 236; throwing his head back,Pl.
R. 529b;ἀνακύψατε καὶ ἐπάρατε τὰς κεφαλάς Ev.Luc.21.28
; esp. in drinking, Arist.HA 613a13, cf. E. l. c.;ἐπικύπτειν καὶ ἀ. Gal.6.146
.II come up out of the water, pop up, Ar.Ra. 1063; ; ἀ. μέχρι τοῦ αὐχένος, opp. καταδῦναι, Id.Tht. 171d, cf. Phdr. 249c.b metaph., emerge, crop up,ὅτι ἐξ αὐτῶν καλόν τι ἀνακύψοιτο Id.Euthd. 302a
;αἱ -κύπτουσαι χρεῖαι Ascl.Tact.11.7
, cf. Ath.1.25e, Cod.Just.1.2.17.c of persons, rise out of difficulties, breathe again, Hdt.5.91, X.Oec.11.5;τὰ τῶν Καρχηδονίων ἀνέκυψε Plb.1.55.1
, cf. D.Chr.13.35;ἀπὸ τῶν μυχῶν τοῦ σώματος Porph.Marc.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακύπτω
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek